εκατομμυριοστός

εκατομμυριοστός
-ή, -ό
1. αυτός που σε μια σειρά έχει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό 1.000.000
2. το ουδ. ως ουσ. το εκατομμυριοστό
α) το ένα εκατομμύριο φορές μικρότερο σε σύγκριση με άλλο
β) καθένα από τα ίσα μέρη μιας ποσότητας που διαιρέθηκε σε ένα εκατομμύριο μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκατομμυριοστός — ή, ό αριθμ. τακτ. 1. που σε σειρά έχει θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό 1.000.000. 2. το ουδ. ως ουσ., εκατομμυριοστό καθένα από τα ίσα μέρη πράγματος που διαιρέθηκε σε ένα εκατομμύριο μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυριακισμυριοστός — μυριακισμυριοστός, ή, όν (Α) ο εκατοντάκις εκατομμυριοστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριάκις + μυριοστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”